Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟ ΔΩΡΟ

ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟ ΔΩΡΟ

Toυ Σωτήρη Δημηρόπουλου



Χειμώνας ήταν. Ενας γλυκός χειμώνας. Το νησί μας, ρουφούσε ραχατλίδικα τις ακτίνες

του ήλιου, περιμένoντας τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων. Εκεί στα ανατολικά του Αιγαίου η χιλιοτραγουδισμένη Σάμος. Οι αέρηδες κόπασαν από μέρες και οι τράτες καθημερινά ακουμπούσαν τους θησαυρούς τους στο Βαθύ. Ήταν καλή χρονιά, η φουσκοθαλασσιές ξεχάστηκαν στα μακρινά. Κάθε πρωί το “Σάμαινα” κι ο” Ίκαρος “εναλλάξ, γέμιζαν κόσμο κι αγαθά στον Πειραιά και βούρ για Ικαριά και Σάμο. Ήταν τότες και το «Αιγαίο» ένα μεγαλόπρεπο κάτασπρο σκαρί, που φάνταζε γίγαντας για μας τους Βορεινούς. Φαντάροι ήμασταν, στο 293 Τάγμα Εθνοφυλακής, στον πρώτο λόχο. Εκεί στην νότια-ανατολική πλευρά του νησιού, στο κατέβασμα του αεροπλάνου. Λίγο μετά τον Ασπρόκαβο, εκεί που το βαθύ γαλάζιο των νερών, έδινε την θέση του στα ρηχά πράσινα νερά. Εκεί λοιπόν, ήτανε ένα χωριό ψαράδων, το Ηραίο. Δίπλα στα ιερά χαλάσματα μιας εποχής πού γέμιζε τους χειμώνες περηφάνια τους ντόπιους, και άδειαζε τα καλοκαίρια τις τσέπες των Ευρωπαίων.

Στον αρχαίο ναό της Ήρας, που μια κολώνα του ξεχώριζε από μακριά, σαν σκοπιά.

Το Ηραίο, είχε τότε καμιά πενηνταριά σπίτια, μια εκκλησία και τέσσερις ταβέρνες. Βόρεια και λίγο δυτικά, ήταν το Μοναστήρι του Αϊ-Γιάννη. Είχε, ένα Θεόρατο μεσαιωνικό Πύργο, που ξεπηδούσε σαν μεγάλο γκρίζο μανιτάρι στον κάμπο. Ενας φαρδύς χωματόδρομος, έφερνε τον διαβάτη από το χωριό στο Μοναστήρι. Απέναντι, προς την μεριά της πλαγιάς του βουνού, ήτανε οι στάβλοι της μονής. Εκεί, δίπλα στους στάβλους, μετά το 1974 κτίστηκε με τσιμεντόλιθους και ελενίτ, ο λόχος. Σε απόσταση πέτρας από το Μοναστήρι-μετόχι της πατριαρχικής μονής της Πάτμου-, τα παιδιά του λόχου ήτανε πάντοτε δεμένα με την καθημερινότητά του. Ο λόχος βέβαια, ήταν πολλαπλώς ξεγραμμένος από την Τουρκική αεροπορία, ευρισκόμενος σε απόσταση δευτερολέπτου πτήσης από την απέναντι ακτή. Όλα γίνονταν με πολλή προσωπική εργασία και κόπο. Κι όποιος νέος ερχόταν στον λόχο, έφευγε μετά από είκοσι και… μήνες, φορτωμένος δύο –τρεις βδομάδες φυλακή. Κι αναμνήσεις…

Κτίσαμε ό, τι κτιζότανε, σκάψαμε ό, τι σκαβότανε, ήπιαμε ό, τι πινότανε, καπνίσαμε ό, τι τραβιότανε. Με το Μ1 στην πλάτη, τον γκασμά στο ροζιασμένο χέρι, το μυστρί, το σκεπάρνι, το σαούλι, ξεκινούσε η μέρα μας. Μετά από έναν βαρύγλυκο στο ιδιόκτιστο ΚΨΜ και μια τυρόπιτα που το βούτυρό της γρατζουνούσε τα στομάχια μας μέχρι το μεσημέρι. Ήταν ο δεύτερος χειμώνας μου στο νησί. Το προηγούμενο καλοκαίρι, με δέκα μέρες άδεια και μια οδοιπορικά, έφυγα για την γενέθλια γη της Δράμας. Που να μην έφευγα… Στην Θεσσαλονίκη, βρήκα το ταίρι μου, με τα τρία γράμματα την ημέρα, στην αγκαλιά του Τζακ, του Νιγηριανού συμφοιτητή μου. Γύρισα πίσω την ένατη μέρα της άδειας, και δούλεψα τρείς μέρες στον τρύγο. Στις πλαγιές του Άγιου Τρύφωνα, στον δρόμο για τους Μύλους. Δεν ήθελα με τίποτα πια να σκέφτομαι τον Βορρά. Ώσπου μαλάκωσε ο καιρός, τραβήχτηκαν οι καρέκλες μέσα, κι ο Φωκιανός με την Σάμαινα μπήκαν στο σιτηρέσιο. Βγήκαν κι οι τράτες τον Οκτώβρη, μάθαμε τα θράψαλα στην φουφού, με φέτες λεμόνι πάνω τους και σουμάδα στο νεροπότηρο. Τα έργα αραίωσαν πια, μια έβρεχε, μια λέγαμε ότι έβρεχε, και μια λύσε δέσε το Bar με ταινία στα μάτια. Σπρώχνα-με τον χρόνο, δίπλα στο τζάκι με τις κλεμμένες αγριελιές να τρίζουν ναζιάρικα στην φωτιά. Ήταν το μόνο θηλυκό της περιοχής του λόχου…Πολύ πιο κάτω στον κάμπο των Μύλων, απλώνονταν τα περβόλια με τα πορτοκαλιές και τις μανταρινιές. Μόλις περνούσες τον ξεροχείμαρρο, πρασίνιζε στο καταχείμωνο ο τόπος. Οι πορτοκαλιές, αρχές Δεκέμβρη πια, κοκκίνιζαν για τα καλά τους καρπούς τους, που κρέμονταν σαν πρόωρα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Τα ακραιανά, τα ακραιανά, φώναζε ο επιλοχίας μόλις σουρούπωνε στην υπηρεσία… τροφοδοσίας. Και εννοούσε ο Αμοργιανός, τα ανατολικομεσημβρινά δένδρα, που τάβλεπε ολημερίς ο ήλιος. Αν τους πιάνανε εικοσάρα αβλεπί, αν δεν-πράγμα συνηθισμένο-χαλί στο πάτωμα γινότανε οι φλούδες από τα πορτοκάλια. Πάντα με ρέγουλα και ποτέ του φτωχού τα αρνί. Ξέρανε τι θα πάρουνε από ποιόν και πότε…Τις μέρες, τα περίπολα, μάζευαν κι ελιές. Χαμάδες τις λέγανε, μαζεμένες από χάμω δηλαδή, και είχανε την νοστιμιά τους οι άτιμες…Πάλιωσα πια, τρείς φορές την βδομάδα έβγαινα για ώνια . Ξύπνημα στις έξη, στολή εξόδου, γραβάτα και τα συναφή, και ποδαρόδρομο από Ηραίο στην Χώρα. Ένα χιλιόμετρο μέχρι το χωριό, και τέσσερα –πέντε ακόμη για την Χώρα. Στο Ηραίο έπαιρνα και παραγγελίες από τους χωριανούς. Τότε, δεν είχε Mαρινόπουλους, Βερόπουλους κλπ. . Γέμιζα τσέπες με λεφτά και χαρτάκια. Θυμάμαι, την πρώτη ζήτηση, είχε το κονιάκ το Βότρυς, από το στρατιωτικό πρατήριο. Όπως και το καταψυγμένο κοτόπουλο. Και η κυρά –Μαργαρίτα, στέκονταν πρωινιάτικα στην στροφή, σφίγγοντας τα κέρματα για το κοτόπουλο στην ταλαίπωρη χούφτα της. Άρρωστος πιδάκιμ, άρρωστος η Πέτρους. Κι ο Πέτρος, κοντραμπατζής λεβεντόγερος, κατέβαζε το βράδυ κανατιάτικα τις σουμάδες, μπερδεύοντας χρόνους-απατεώνους-αστυνόμους-έτσι τραγούδαγε ένα σμυρναίικο, γραντζουνώντας το αρχαίο ούτι του. …

Τα μαγειρεία γίνανε στην ανατολική πλευρά του στάβλου, εκεί που ο ήλιος έπιανε ολημερίς, και ζέσταινε ανθρώπους, φαγητά και μύγες. Μπροστά τους κάθε πρωί, γινότανε η αναφορά του λόχου. Γυαλισμένοι, ξυρισμένοι, κομβιομένοι. Δεν είχε ΕΗΔ και τέτοιες σαχλαμάρες. Είκοσι, άντε εικοσιπέντε το πολύ νάμασταν, ίσα που φθάναμε για τις σκοπιές, τις δουλειές και την γραφειοκρατία. Άντε και καμιά δεκαπενταριά στα φυλάκια της παραλίας. Ήλε διαταγή, και δώσανε όπλο ακόμη και στους Ι4. Άδεια μόνο αν ήσουν από την Λάρισα, που ήτανε φυσικά ο Διοικητής, ή πέθαινε κάποιος δικός σου, ή τι την θέλεις ρέ, πέρσυ δεν πήρες;Είκοσι τρείς μήνες και δέκα μέρες στην Σάμο, έλειψα δέκα πέντε μέρες, όλο κι όλο.

Οι τουαλέτες ήταν ευάριθμες μεν, άπορτες δε…Χτίστηκαν με τα περισσεύματα των πολυβολείων, με την ξυλεία που κλαίγανε τακρυανά γιαπιά της περιοχής, και με την καλή θέληση του ανθύπα, ένα καλοκαίρι, στις αρχές του 1975. Έτσι έγραφε στην τελευταία, ξυσμένο με καρφί στον σουβά. Δεκανέας Καραπηπέρις, Τρίκαλα 1975…εργκολάβος.

Μια μέρα, φωνάζει ο καλόγερος τον διοικητή και του λέει. —Ντροπή ρε Γιάννη, να χέζουνε αυτοί χωρίς πόρτες. Κοκκίνισε ο Γιάννης, καλό παιδί ήταν, είκοσι πέντε χρονών ανθυπολοχαγάκι, από οικογένεια στρατιωτικών της Ηπείρου. Ξέρει αυτός, ο σκορδόπιστος-έτσι με φώναζε ο γέροντας. Εκεί στην Παναγιά την Βάρδα, θα βρείτε πόρτες. Μια και δύο, με φωνάζει ο λοχαγός. -Είπε ο γέροντας, ότι έχει πόρτες εκεί…

Ο γέροντας, μ έπαιρνε τακτικά στο μάζεμα της ελιάς, την περσυνή χρονιά. Το ενοίκι του Υπουργού έλεγε[κι έστριβε το μουστάκι του κοροιδεύοντας] στον λοχαγό, για την παραχώρηση των σταύλων…Μάζευε συνεργείο απ τα χωριά, και γώ κρατούσα το μουλάρι οδηγώντας το φορτωμένο στο πέτρινο λιοτρίβι στην πλαγιά των Μύλων. Με εμπιστεύονταν ο γέρος, κι όταν κάποτε τον ρώτησα γιατί, μου είπε ---Και συ θα κλέψεις, αν μείνεις και τρίτη χρονιά στο νησί.

Του υπουργού, έλεγε αδιάφορα. Τον Αβέρωφ εννοούσε, και πάντα όταν αναφέρονταν σε εξουσίες, έστριβε κάτι. Μοναδικός εκπρόσωπος της Πάτμου, διαφέντευε την περιουσία της μονής δίκαια, αλλά πάντα με μια αποστροφή στις εξουσίες, και ειδικά στους εξ Αθηνών μεγαλοσχήμονες. .

--Έχει, αλλά είναι δύο ώρες δρόμο μακριά. Είπα. Και θέλει χέρια…

--Παίρνεις τον μάστορα κι άλλους δύο, και τις φέρνετε την Τρίτη, στην νυκτερινή

Έτσι γινότανε τα βράδια της Τρίτης, κάθε Τρίτης. Επίσημα είχε νυκτερινή εκπαίδευση. Ανεπίσημα, κλέβαμε καύσιμα από την επιλαρχία[τους μαυροσκούφηδες]στους Μαυρατζαίους, αυτοί μας ταράζανε στα μαρσαρίσματα με τα πανάρχαια Μ24 και κλέβανε τις μπουγάδες από τις αγριελιές, κι οι λοκατζήδες δένανε στις χαρουπιές τους σκοπούς μας…

Δεκέμβρης ήτανε, προχωρημένος Δεκέμβρης. Φύσαγε δυνατά. Ένα ψιλόβροχο μαστίγωνε τα πρόσωπα. Τα σύννεφα έρχονταν από την Μικρασία, και χάνονταν ψηλά, προς την μεριά των Σπαθαραίων. Ξεκινήσαμε οι τέσσερις. Εγώ, ο μάστορας, ο Κερκυραίος και ο γιατρός. Ο μάστορας ήταν δεκανέας, ετών το πολύ είκοσι τότε, μπετατζής στο επάγγελμα, από τα ορεινά των Σερρών. Ο Κερκυραίος, Σπύρος φυσικά, ήτανε ηλεκτρολόγος αυτοκινήτων και είχε μαγαζί στην Κέρκυρα. Κι ο γιατρός, α ρε γιατρέ, ήτανε Αθηναίος, παλήκαρος δύο μέτρων, με ένα φάκελλο… τριών κυβικών. Πήραμε και το καρότσι, να φορτώσουμε τις πόρτες. Κοφτά από τον λόχο, πιάσαμε τον δρόμο προς το βουνό. Επτά και κάτι φύγαμε, ε, κατά τις εννιά θα φθάναμε στην Παναγιά. Όλο ανηφόρα, ζόρι μεγάλο. Είχε και κάτι τσακάλια, τότες, το βουνό. Καλοθρεμμένα μάλιστα, απ το περίσσευμα πούριχνε ο Βεροιώτης τρικυκλάς-μάγειρα τον κάνανε στον στρατό-στην ακριανή σκοπιά στο δάσος. Τσακάλια θρεμμένα με μανέστρα κι αργείτικο κιμά. Βάζανε, στο κόλπο κι ο Αμοργιανός, σκοπό νέο, ρίχνανε την μανέστρα δίπλα, και μαζεύονταν τα τσακάλια ουρλιάζοντας. Δεν πλησίαζαν, όμως τα μάτια τους λαμπύριζαν στο σκοτάδι σαν γιγάντιες κωλοφωτιές.

Και η μεγάλη πλάκα γίνονταν με τον Μανώλη, έναν ορεσίβιο κρητικό βοσκό, που τον πείσανε ότι οι Τούρκοι ντύνονται τσακάλια και μπουκάρουν τις νύκτες στο νησί. Ε, ρε γλέντια…Ούρλιαζαν τα τσακάλια, ούρλιαζε ο Κρητικός, ούρλιαζε …από τα γέλια ο λόχος. Μέχρι που μια φορά, άδειασε τρεις γεμισιές του τουφεκιού του στο δάσος ο

Μανωλιός, κι…άδειασε την άλλη μέρα ο λοχαγός τον Αμοργιανό. Τον πήγαν στους Μυτιληνιούς, είκοσι χιλιόμετρα βορειότερα, που δεν είχε τσακάλια…

Τα τσακάλια, Σπύρο, είπε ο γιατρός στην κλασσική σταματησιά του τσιγάρου. Λαμπύριζε, ένα ζευγάρι μάτια, εκεί κοντά. Ύστερα κι άλλο, μετά κι άλλο…

Κοπαδάκι ήταν. Κατέβαινε για …την μανέστρα. Με κοίταξε, με οίκτο, ο δεκανέας. ---Δραμηνέ, εσύ φταις, όλο φασαρία κάνεις. Φοβότανε, ήμουν σίγουρος, ότι φοβότανε. .

--Μάστορα, έτσι τον προσφωνούσαν όλοι. Μόλις φθάσουμε, θα μπεις μέσα στην εκκλησιά, κερί να νάψεις, να πάρουμε την ευλογιά της Παναγιάς, όσο νάναι, αμαρτία είναι. Είπα, κοιτάζοντας ψηλά. —Το κέρατό σου, τσόγλανε, απάντησε. —Αφού ο γέροντας είπε ότι αμαρτία δεν είναι, οι πόρτες θα σαπίσουνε εδώ ψηλά. Ωραία, ας κάνουμε δεύτερο τσιγάρο, να σας πω την ιστορία τουτηνής της Παναγιάς, είπα, με τον αέρα του αρχηγού, έτσι κι αλλιώς, μόνο εγώ ήξερα τον δρόμο…

Πουλέτε μάγκες, ξεκίνησα αργά-αργά, κάποτες εδώ, πάνε εκατό κι άλλες εκατό χρονιές

, πλάκωσαν πειρατές στον κάμπο…Εσφαξαν, ρήμαξαν, πήραν. Μια κοπελιά, απ το μακελειό σωμένη, έτρεξε να κρυφθεί εδωνά. Θες η ανηφοριά, θές της Παναγιάς η θωριά, σώθηκε το κορίτσι. Όμορφο που ήτανε, άμα τέλεψε το κακό, παντρεύτηκε στο Τηγάνι[Πυθαγόρειο]

ενός κοντραμπατζή χουβαρντά την κόρη. Του έκανε κι έναν εγγονό, φτυστός ο πεθερός. Άλλοι είπανε και πατέρας του παιδιού…Ξέρετε, χωρατατζήδες και κουτσομπόληδες οι Τηγανιανοί…Η κοπελιά δεν ξέχασε, κι αντάμειψε καταπώς πρέπει την Παναγιά. Έκτισε την εκκλησιά, εκεί ψηλά, που η Κυρά έκρυψε την ανάσα της απ των πειρατών τα αυτιά. Με τα χρόνια, ένας καλόγερος απ τους Λειψούς, έπιασε κονάκι εκεί, κι άναβε το καντήλι της. Φαίνονταν κι απ την θάλασσα, αχνόσβυνε και θέριευε στις φουσκοθαλασσιές του χειμώνα. Έτσι πως έσυραν βορεινά η βάρκες από το Γαιδουρονήσι, έβλεπαν το φώς του καντηλιού και πιαναν στο Τηγάνι. Τότες, φάροι δεν ήτανε, πουθενά στο νησί. Όταν, κοιμήθηκε, ο καλόγερος, έστειλαν άλλο από την Πάτμο. Δεν στέριωσε όμως. Στα επτά χρόνια επάνω, χάθηκε. Κανείς ποτέ δεν έμαθε, που πήγε, που χάθηκε. Ξανά-μανά τα ίδια. Χάνονταν οι καλογέροι αβέρτα, Ώσπου, ανέβηκε ένα παπαδοπαίδι από τον Μαραθόκαμπο, με το έτσι θέλω. Οκτώ παιδιά είχε ο παππάς, πού να τα θρέψει τότε…Τράνεψε ο παραγιός, ομόρφυνε τον τόπο. Μάζευε την βροχή σε γκιόλια

έσκαβε την γης βαθειά, φύτευε του κόσμου τα καλά, και σόδιαζε τα μπερεκέτια της Παναγιάς. Ώσπου μια μέρα ήλθε η Παναγιά, καβάλα σε κόκκινη φοράδα, και τούδωσε

ένα ράσο. Φόρατο άξιε δουλευτή, φόρατο παππούλη, είπε και πέταξε ψηλά…

Έζησε χρόνους πολλούς, χειμωνιές και λιοπύρια. Κι όταν, κοιμήθηκε, αγρίεψε πάλι ο τόπος. Κανείς δεν θάρρευε, εκεί ψηλά ν ανεβεί. Κανείς.

Τόνα τσιγάρο έγινε δύο, τα δύο γίναν πακέτο… Άντε πάμε, είπα. Κοίταζαν γύρω τους, χαζά. Δεν είναι αμαρτία, είπε γιατρός. Πάμε.

Φθάσαμε. Κάτι θεόρατες ελιές, σκύβαν προσκυνητά προς την μεριά των Φούρνων. Φύσαγε, λυσομανούσε. Χαμηλά, όσο το μάτι έφθανε, ένα πηχτό σκοτάδι. Ακούγονταν το αγκομαχητό, θερια΄κύμματα μαστίγωναν τα βράχια. Δεν έβλεπες, άκουγες και μάντευες. Μόνο βαθιά στο πέλαγο, αχνοάσπριζε που-και που η θάλασσα. Η, έτσι έδειχνε στο κουρασμένο μάτι.

Οι πόρτες είναι αριστερά στην αποθήκη…που δεν έχει πόρτα, είπα στα παιδιά. Άναψε κερί, μόλις μπεις αριστερά, είπα στον δεκανέα. Ο γιατρός κι εγώ, θα φορτώσουμε και θα σας περιμένουμε εδώ.

Μπήκαν στην εκκλησιά, ο Σερραίος κι Σπύρος. Με τους αναπτήρες για φώς.

Ο γιατρός με κοίταξε παράξενα. —Γιατί ρε, πρόλαβε να πει.

Κραυγές ακούστηκαν από μέσα. Πετάχτηκαν κι οι δύο, μπουρδουκλωμένοι, βρίζοντας

Δραμηνέ, θα πεθάνεις, φώναξε ο δεκανέας και χάθηκε μαζί με τον Κερκυραίο. Παναγίτσα μου, βόηθα, φώναζε στην κατηφόρα ο Σπύρος…

Ο γιατρός έτρεμε.

Φόρτωσα τις πόρτες στο καρότσι, κι έκλεισα την πόρτα της εκκλησιάς, χωρίς να δώ μέσα. Είχα φοβηθεί και γω με τα παραμύθια μου. Αντίς για εικόνα, αριστερά μόλις έμπαινες, μπροστά στο κηροστάσι, είχε μια παλιά φωτογραφία κορνιζαρισμένη. Ήταν το παπαδοπαίδι του παραμυθιού, ο τελευταίος παππούλης της Παναγιάς. Στα εκατόν έντεκα του χρόνια, τυφλός τα τελευταία…τόσα. Και είχε τα μάτια ανοικτά, τα ράσα ξεθωριασμένα. Λίγο ο άνεμος, λίγο τα τσακάλια, λίγο οι πειρατές, τρόμαξα, ξέροντας το …τέλος.

Οι πόρτες, μπήκαν το άλλο πρωί.

ΥΓ τριάντα τόσα χρόνια μετά…

--Ο Κερκυραίος, έχει μεγάλο μαγαζί στο νησί του, μιλάμε κάθε φορά που πλησιάζουν οι γιορτές. Κι όταν λυσσομανά ο Βοριάς, ανεβαίνει ψηλά στις ράχες, να δει την θάλασσα ν ασπρίζει…

---Ο γιατρός, πέθανε μόλις έπιασε τα πενήντα, από έμφραγμα, μέσα στο νοσοκομείο που δούλευε…

---Ο δεκανέας, από χρόνια τρελαμένος, ζει πια εκεί, στα ψηλά βουνά των Σερρών. Όταν απολύθηκε, πήγε στην Κρήτη, με τον Μανώλη. Έκανε τον εργολάβο, πήγαινε καλά…Κάποτε τον κάρφωσαν σ ένα αυθαίρετο που δούλευε, πλακώθηκε τους πλάκωσε, κανείς δεν ξέρει. Τον πήρε ο αδελφός του απ το νοσοκομείο, και χάθηκε στο Μπέλλες…

---Ο Γιάννης, το ανθυπολοχαγάκι μας, κρίθηκε από το στρατιωτικό συμβούλιο πριν τρία χρόνια μη προακτέος, κι έφυγε συνταγματάρχης.

---Ο καλόγερος, έφυγε πλήρης ημερών την δεκαετία του 1980.

--Το «Αιγαίο», το πλοίο που μας πήγε τον Ιούλιο του 197… στην Σάμο, πριν από λίγα χρόνια, πήρε φωτιά, και τόβγαλαν έξω από τον Πειραιά, να καεί στην ησυχία του…

Έτσι, θαρρώ.

--Ξαναπήγα στο νησί, μια φορά. Είχαν περάσει περίπου είκοσι έξη χρόνια από το απολυτήριο. Ήταν προχωρημένο σούρουπο, όταν μπήκα στο Ηραίο. Ο τόπος άλλαξε.

Ξενοδοχεία παντού. Ακούγονταν βιολιά. Όλη την νύκτα την πέρασα στην Παναγιά, εκεί ψηλά. Ήταν όλα στην θέση τους. Άναψα κερί στον παπαγιό. Άκουσα τους πειρατές, άκουσα τις βρισιές, άκουσα τον άνεμο να λυσσομανά. Έκανα τσιγάρο με τον γιατρό, α ρε γιατρέ…

Είδα και τα τσακάλια. Έτσι, θαρρώ.

Ονόματα και τόποι έχουν υποστεί την δέουσα παραλλαγή…

Δεν υπάρχουν σχόλια: