Τρίτη 29 Απριλίου 2008

Εξάρχεια


Εξάρχεια
Στην παραμεθόριο του Κολωνακίου και του Λυκαβηττού, στον καυτό πυρήνα της πόλης, τα Εξάρχεια εξακολουθούν να αντιστέκονται και να γοητεύουν. Παλιοί Εξαρχειώτες και νέοι κάτοικοι συντηρούν με ζήλο το χαρμάνι από μποέμικη ζωή και ακτιβισμό, που δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού στην Αθήνα.
Μόνο που πια δεν υπάρχει το green door να μας θυμίζει τα νιάτα μας ανεβαίναμε την ανηφόρα αέρα χωρίς λαχανιάσματα .
Τσιγάρα από το περίπτερο και δυο-δυο τα σκαλιά

Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Ποιητής: Κωστής Παλαμάς


Κωστής Παλαμάς

Πατέρες

Παιδί το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις, να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό, το αγνό, της βρυσομάνας
κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά να φύγουν
και τη ζωντάνια σπείρε του, μ' όσα γερά δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!

Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα,
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια.
Μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά, τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψε το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψτο
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα.
Για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια μέρα,
που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ΄ρθει
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

Φτάνει μια ιδέα να στο πει!
Μια ιδέα να στο προστάξει!
Κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα 'ναι απάνου απ' όλα!

Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

ΟΥΛΑΛΟΥΜ .--του Γιάννη Σκαρίμπα


Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νεράκι
από τα δάσα.


Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .


Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:


. . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .


Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.


Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .



Μαβίλης Λορέντζος - Λήθη

Μαβίλης Λορέντζος
(Ἰθάκη 1860 - Δρίσκος Ἰωαννίνων 1912)
ποιητής, κυρίως σονέτων, δημοτικιστὴς καὶ ἐθνικὸς ἀγωνιστής.



Λήθη

Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!

Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.

Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.

A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.

Τρίτη 8 Απριλίου 2008

Τάσος Λειβαδίτης

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπία


Τα βράδια κλαίμε,το πρωί ονειρευόμαστε ν'αλλάξουμε τον κόσμο.

Το μεσημέρι πάντως κοιμόμαστε λίγο:απομεινάρι της παιδικής υπακοής όταν ο μεσημεριανός ύπνος ήταν η τιμωρία μας"




Απλοί στίχοι

Ένα σπίτι για να γεννηθείς

ένα δέντρο για ν' ανασάνεις

ένας στίχος για να κρυφτείς

ένας κόσμος για να πεθάνεις.


Έρωτας

"Κι οταν πεθανουμε,να μας θαψετε κοντα.

Για να μην τρεχουμε μεσα στην νυχτα για να συναντηθουμε...."




Και να που φτάσαμε εδώ

Χωρίς αποσκευές

Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι

Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο

Φτωχή ανθρωπότητα,

δεν μπόρεσεςούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα

Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο

ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Βέβαια αγάπησετα ιδανικά της ανθρωπότητας,

αλλά τα πουλιάπετούσαν πιο πέρα

Σκληρός, άκαρδος κόσμος,

που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα

πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα

για να πεθαίνουν κι αλλού

και την απληστία

για να μένουν νεκροί για πάντα

Αλλά καθώς βραδιά

ζει

ένα φλάουτο κάπουή ένα άστρο συνηγορεί

για όλη την ανθρωπότητα

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,

μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες

Φοράω το σακάκι του πατέρα

κι έτσι είμαστε δυο,

κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω

ήταν για να δώσω

έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο

Αλλά τα βράδια τι όμορφα

που μυρίζει η γη

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη

μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί

σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει

παίρνει το μέρος των φτωχών

Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη!

Δος μου το χέρι σου..

Δος μου το χέρι σου..

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

ΜΑΡΙΑ


Ήταν 1978 η 1979 παλιά πολύ παλιά
20 χρόνια παιδιά σε ένα δωμάτιο στην Πλάκα
σαν παράνομη
διαβάζαμε ...Τρία Κλικ Αριστερά
το είχε φέρει η Μαρία
Οταν πέθανε το ζήτησα από τον Δημήτρη σαν ανάμνηση από εκείνη
δεν ήθελε το κράτησε σφιχτά στα χέρια του... τότε δεν κατάλαβα
τώρα ξέρω





Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπήνα μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώνα μη δίνω φράγκο για όλα αυτα
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος.Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
Καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ' το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι ότανέρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι τόπος
και χρόνοςγια τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε
Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες;

LA MEMORIA DEL SILENCIO-2

Κοιτούσα το πρόσωπο της ήρεμο και γαληνεμένο
το μονό που με έκανε να αισθανθώ καλύτερα ήταν όταν ο γιατρός μου είπε
ότι το η τελευταία αίσθηση που χάνουμε …είναι η ακοή
γιατί ναι Μάνα θέλω να άκουσες που σου είπα….
σ αγαπώ

LA MEMORIA DEL SILENCIO