Σάββατο 16 Αυγούστου 2008
Λόγος και σκέψης
Είναι προτιμότερο να βρεθεί κανένας ανάμεσα σε κόρακες,
παρά σε κόλακες,
γιατί οι πρώτοι καταστρέφουν το σώμα του πεθαμένου,
ενώ οι δεύτεροι την ψυχή του ζωντανού.
Αντισθένης
Εκείνος που σε επαινεί για κάτι που δεν έχεις,
επιθυμεί να σου αποσπάσει εκείνο που έχεις.
Δημόκριτος
παρά σε κόλακες,
γιατί οι πρώτοι καταστρέφουν το σώμα του πεθαμένου,
ενώ οι δεύτεροι την ψυχή του ζωντανού.
Αντισθένης
Εκείνος που σε επαινεί για κάτι που δεν έχεις,
επιθυμεί να σου αποσπάσει εκείνο που έχεις.
Δημόκριτος
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2008
Μεγάλες Αλήθειες ! ! ! ! ! ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ ΜΑΣ
ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΣΠΙΤΙΑ,
ΑΛΛΑ ΜΙΚΡΟΤΕΡΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ.ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΑΝΕΣΗ,
ΑΛΛΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΧΡΟΝΟ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΓΝΩΣΗ, ΑΛΛΑ ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΚΡΙΣΗ.
ΕΧΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΥΣ ΕΙΔΙΚΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΦΑΡΜΑΚΑ, ΑΛΛΑ ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΚΑΛΗ ΥΓΕΙΑ
ΞΟΔΕΥΟΥΜΕ ΑΠΕΡΙΣΚΕΠΤΑ,ΓΕΛΑΜΕ ΛΙΓΟ,ΟΔΗΓΟΥΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ,ΕΞΑΓΡΙΩΝΟΜΑΣΤΕ ΕΥΚΟΛΑ, ΞΕΝΥΧΤΑΜΕ ΣΥΧΝΑ,ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ ΛΙΓΟ,ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΠΟΛΥ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ,ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΕΒΟΜΑΣΤΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ
ΕΧΟΥΜΕ ΑΥΞΗΣΕΙ ΤΙΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΕΣ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕΙΩΣΕΙ ΤΙΣ ΑΞΙΕΣ ΜΑΣ.
ΕΧΟΥΜΕ ΠΡΟΣΘΕΣΕΙ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ, ΑΛΛΑ ΌΧΙ ΖΩΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΑΣ.
ΦΑΡΔΥΤΕΡΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΣΤΕΝΟΤΕΡΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
ΞΟΔΕΥΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΕΧΟΥΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ. ΑΓΟΡΑΖΟΥΜΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ, ΑΛΛΑ ΤΑ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΜΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ , ΑΛΛΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ.ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΙΔΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ – ΑΛΛΑ ΛΙΓΟΤΕΡΗ ΤΡΟΦΗ.ΔΥΟ ΜΙΣΘΟΙ - ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΔΙΑΖΥΓΙΑ.ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΑ ΣΠΙΤΙΑ - ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΔΙΑΛΥΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ.
****
****
Η ΖΩΗ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΣΤΙΓΜΩΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ.ΠΙΕΣ ΣΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΡΥΣΤΑΛΙΝΟ ΠΟΤΗΡΙ ΠΟΥ ΕΧΕΙΣ. ΜΗΝ ΚΡΥΒΕΙΣ ΤΗ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΚΟΛΩΝΙΑ ή AFTERSHAVE ΑΛΛΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΑ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ
*****
ΕΞΑΦΑΝΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΣΟΥ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΟΠΩΣ: “ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ», “ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ” και “ΌΧΙ ΤΩΡΑ” .ΓΡΑΨΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΣΟΥΝΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ “ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ “ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΜΕ.ΜΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ ΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ.ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΚΑΘΕ ΩΡΑ, ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟ ΕΙΝΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ,ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΕΑΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΟΥ.
*****
ΕΞΑΦΑΝΙΣΕ ΑΠΟ ΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΣΟΥ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΟΠΩΣ: “ΚΑΠΟΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ», “ ΚΑΠΟΙΑ ΜΕΡΑ” και “ΌΧΙ ΤΩΡΑ” .ΓΡΑΨΕ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΣΚΕΦΤΟΣΟΥΝΑ ΝΑ ΓΡΑΨΕΙΣ “ ΜΙΑ ΑΠΟ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ “ΑΣ ΠΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΜΕ.ΜΗΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΕΙ ΓΕΛΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΑ ΣΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ.ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΚΑΘΕ ΩΡΑ, ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΛΕΠΤΟ ΕΙΝΑΙ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ,ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΕΑΝ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΟΥ.
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2008
ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην καμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό,
πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ,
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη
Πέμπτη 22 Μαΐου 2008
ΤΟ καλύτερο ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΟΤΕ…
EL mejor MENSAJE QUE HE LEIDO…
ΤΟ καλύτερο ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΟΤΕ…
Εστάλη από Josep, Βαρκελώνη, Ισπανία
Μετάφραση Γεώργιος Σ. Βλάχος – 05 σελίδες
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
‘Γνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάς’ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
‘Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.’
‘Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ’ της είπα έντονα.
‘Το ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.’
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.’
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
‘Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;’ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
‘Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί’ της απάντησα. ‘Οι δυο μας μόνοι… Τί λες;’
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ‘Θα το ήθελα πολύ.’
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
‘Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν’ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ‘Δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.’
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
‘Εγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;’
‘Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη’ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
‘Θα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρόταση’ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
‘Πώς πήγε το ραντεβού;’ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
‘Πολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.’ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!’
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ‘ΣΕ ΑΓΑΠΩ’.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Εάν ζει η μητέρα σου
………. Απόλαυσε τη στιγμή.
Εάν δεν ζει
…………………….. Να τη θυμάσαι.
Εάν έχεις μητέρα
……………. Προώθησε αυτό το μήνυμα.
Αμέσως θα κάνεις κάποιον να αισθανθεί κάτι για κάποια που ξέχασε, για αυτό το υπέροχο ον που αποκαλείται… ΜΗΤΕΡΑ!
Και να θυμάσαι πάντοτε:
Ο χρόνος ποτέ δεν συγχωρεί!
Ούτε μπορεί να γυρίσει πίσω.
Τέλος
ΤΟ καλύτερο ΜΗΝΥΜΑ ΠΟΥ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΠΟΤΕ…
Εστάλη από Josep, Βαρκελώνη, Ισπανία
Μετάφραση Γεώργιος Σ. Βλάχος – 05 σελίδες
::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::::
Η γυναίκα μου μού πρότεινε να βγω με άλλη γυναίκα.
‘Γνωρίζεις πολύ καλά πως την αγαπάς’ μου είπε μια μέρα ξαφνιάζοντάς με.
‘Η ζωή είναι πολύ σύντομη, αφιέρωσέ της χρόνο.’
‘Μα εγώ ΕΣΕΝΑ αγαπώ’ της είπα έντονα.
‘Το ξέρω. Εξίσου όμως αγαπάς κι εκείνη.’
Η άλλη γυναίκα, την οποία η γυναίκα μου ήθελε να επισκεφθώ, ήταν η μητέρα μου, χήρα εδώ και χρόνια. Όμως οι απαιτήσεις της δουλειάς και των παιδιών με ανάγκαζαν να την επισκέπτομαι αραιά και που.’
Εκείνο το βράδυ της τηλεφώνησα και την προσκάλεσα έξω σε δείπνο και μετά για κινηματογράφο.
‘Τι συμβαίνει; Είσαι καλά;’ με ρώτησε.
Η μητέρα μου είναι από τους ανθρώπους που εκλαμβάνει ένα νυχτερινό τηλεφώνημα ή μια αναπάντεχη πρόσκληση ως αρχή κακών μαντάτων.
‘Νόμιζα πως θα ήταν καλή ιδέα να περνούσαμε λίγο χρόνο μαζί’ της απάντησα. ‘Οι δυο μας μόνοι… Τί λες;’
Σκέφθηκε λιγάκι και απάντησε: ‘Θα το ήθελα πολύ.’
Εκείνη την Παρασκευή, καθώς οδηγούσα μετά το γραφείο για να πάω να την πάρω, αισθανόμουν περίεργα. Ήταν ο εκνευρισμός που προηγείται ενός ραντεβού… Και πώς τα φέρνει η ζωή, όταν έφθασα στο σπίτι της, παρατήρησα πως και η ίδια ήταν φοβερά συγκινημένη!
Με περίμενε στην πόρτα φορώντας το παλιό καλό παλτό της, είχε περιποιηθεί τα μαλλιά της και ήταν ντυμένη με το φόρεμα με το οποίο είχε εορτάσει την τελευταία επέτειο του γάμου της. Το πρόσωπό της χαμογελούσε, ακτινοβολούσε φως, όπως το πρόσωπο ενός αγγέλου.
‘Είπα στις φίλες μου ότι θα βγω με το γιο μου και όλες τους συγκινήθηκαν’ μου είπε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητό μου. ‘Δεν μπορούν να περιμένουν μέχρι αύριο για να μάθουν τα πάντα για τη βραδυνή έξοδό μας.’
Πήγαμε σε ένα εστιατόριο όχι από τα καλά, αλλά με ζεστή ατμόσφαιρα. Η μητέρα μου με έπιασε από το μπράτσο σαν να ήταν ΄Η Πρώτη Κυρία της χώρας.΄
Μόλις καθήσαμε, έπρεπε εγώ να της διαβάσω τον κατάλογο με τα φαγητά. Το μόνο που ΄έπιαναν΄ τα μάτια της ήταν κάτι μεγάλες φιγούρες.
Μόλις έφθασα στη μέση του καταλόγου, σήκωσα το πρόσωπό μου. Η μαμά μου καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού και με χάζευε. Ένα νοσταλγικό χαμόγελο πέρασε από τα χείλη της.
‘Εγώ ήμουν αυτή που σου διάβαζε τον κατάλογο, όταν ήσουν μικρός, θυμάσαι;’
‘Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να ξεκουραστείς και να μου επιτρέψεις να σου ανταποδώσω τη χάρη’ απάντησα.
Κατά τη διάρκεια του γεύματος είχαμε μια ευχάριστη συζήτηση, τίποτα το εξαιρετικό, απλά το πώς περνάει ο καθένας μας κάθε μέρα.
Μιλούσαμε για ώρες, που τελικά χάσαμε την ταινία στον κινηματογράφο.
‘Θα βγω μαζί σου την επόμενη φορά, αν μου επιτρέψεις να κάνω εγώ την πρόταση’ μου είπε η μητέρα μου καθώς την επέστρεφα στο σπίτι. Την φίλησα, την αγκάλιασα.
‘Πώς πήγε το ραντεβού;’ θέλησε να μάθει η γυναίκα μου μόλις μπήκα στο σπίτι εκείνο το βράδυ.
‘Πολύ όμορφα, σ΄ευχαριστώ. Περισσότερο κι απ΄ό,τι περίμενα.’ της απάντησα.
Μερικές μέρες αργότερα η μητέρα μου ΄έφυγε΄ από ανακοπή της καρδιάς. Όλα συνέβησαν τόσο γρήγορα, δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα.
Λίγο καιρό μετά, έλαβα έναν φακέλο από το εστιατόριο όπου είχαμε δειπνήσει η μητέρα μου κι εγώ. Μέσα είχε ένα σημείωμα που έγραφε:
‘Το δείπνο είναι προπληρωμένο. Ήμουν σχεδόν βέβαιη πως δεν θα μπορούσα να παρευρεθώ, κι έτσι πλήρωσα για δύο άτομα, για σένα και τη σύζυγό σου. Δεν θα μπορέσεις ποτέ σου να αισθανθείς τί σήμαινε εκείνη η βραδιά για μένα. Σε αγαπώ!’
Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη σπουδαιότητα του να είχα πει εγκαίρως ‘ΣΕ ΑΓΑΠΩ’.
Συνειδητοποίησα ακόμη τη σπουδαιότητα του να δίνουμε στους αγαπημένους μας το χρόνο που τους αξίζει. Τίποτα στη ζωή δεν είναι και δεν θα είναι πιο σημαντικό από την οικογένεια σου. Αφιέρωσε χρόνο σ΄αυτούς που αγαπάς, γιατί αυτοί δεν μπορούν να περιμένουν.
Εάν ζει η μητέρα σου
………. Απόλαυσε τη στιγμή.
Εάν δεν ζει
…………………….. Να τη θυμάσαι.
Εάν έχεις μητέρα
……………. Προώθησε αυτό το μήνυμα.
Αμέσως θα κάνεις κάποιον να αισθανθεί κάτι για κάποια που ξέχασε, για αυτό το υπέροχο ον που αποκαλείται… ΜΗΤΕΡΑ!
Και να θυμάσαι πάντοτε:
Ο χρόνος ποτέ δεν συγχωρεί!
Ούτε μπορεί να γυρίσει πίσω.
Τέλος
Τρίτη 29 Απριλίου 2008
Εξάρχεια
Εξάρχεια
Στην παραμεθόριο του Κολωνακίου και του Λυκαβηττού, στον καυτό πυρήνα της πόλης, τα Εξάρχεια εξακολουθούν να αντιστέκονται και να γοητεύουν. Παλιοί Εξαρχειώτες και νέοι κάτοικοι συντηρούν με ζήλο το χαρμάνι από μποέμικη ζωή και ακτιβισμό, που δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού στην Αθήνα.
Μόνο που πια δεν υπάρχει το green door να μας θυμίζει τα νιάτα μας ανεβαίναμε την ανηφόρα αέρα χωρίς λαχανιάσματα .
Τσιγάρα από το περίπτερο και δυο-δυο τα σκαλιά
Σάββατο 12 Απριλίου 2008
Ποιητής: Κωστής Παλαμάς
Κωστής Παλαμάς
Πατέρες
Παιδί το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις, να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό, το αγνό, της βρυσομάνας
κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά να φύγουν
και τη ζωντάνια σπείρε του, μ' όσα γερά δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!
Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα,
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια.
Μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά, τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψε το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψτο
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα.
Για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια μέρα,
που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ΄ρθει
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει!
Μια ιδέα να στο προστάξει!
Κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα 'ναι απάνου απ' όλα!
Πατέρες
Παιδί το περιβόλι που θα κληρονομήσεις,
όπως το βρεις κι όπως το δεις, να μην το παρατήσεις.
Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεα
και πλούτησε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του
κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,
και να του φέρνεις το νερό, το αγνό, της βρυσομάνας
κι αν αγαπάς τ' ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,
ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά να φύγουν
και τη ζωντάνια σπείρε του, μ' όσα γερά δροσάτα.
Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής!
Κι αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι
κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα κι όσα δέντρα,
για τίποτ' άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια.
Μη φοβηθείς το χαλασμό.
Φωτιά, τσεκούρι!
Τράβα, ξεσπέρμεψε το, χέρσωσε το περιβόλι, κόψτο
και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα.
Για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια μέρα,
που όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ΄ρθει
κι όλο συντρίμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.
Φτάνει μια ιδέα να στο πει!
Μια ιδέα να στο προστάξει!
Κορώνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα 'ναι απάνου απ' όλα!
Πέμπτη 10 Απριλίου 2008
ΟΥΛΑΛΟΥΜ .--του Γιάννη Σκαρίμπα
Ήταν σα να σε πρόσμενα Κερά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα,
κι έλεγα: Θάρθει απόψε απ' τα νεράκι
από τα δάσα.
Θάρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή,
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει ήλιο και βροχή
και νειό φεγγάρι . . .
Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ,
στολνώ την κάμαρά μας αγριομέντα,
και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα:
. . Πως – να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπά"
που μ' έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
προς τη Σελήνη . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ·
κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωιμένα -
μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
κι εσύ με μένα.
Τόσο πολύ σ' αγάπησα Κερά,
που άκουγα διπλά τα βήματα μου!
Πάταγα γω - στραβός - μεσ' τα νερά;
κι εσύ κοντά μου . . .
Μαβίλης Λορέντζος - Λήθη
Μαβίλης Λορέντζος
(Ἰθάκη 1860 - Δρίσκος Ἰωαννίνων 1912)
ποιητής, κυρίως σονέτων, δημοτικιστὴς καὶ ἐθνικὸς ἀγωνιστής.
Λήθη
Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!
Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.
(Ἰθάκη 1860 - Δρίσκος Ἰωαννίνων 1912)
ποιητής, κυρίως σονέτων, δημοτικιστὴς καὶ ἐθνικὸς ἀγωνιστής.
Λήθη
Kαλότυχοι οι νεκροί, που λησμονάνε
Tην πίκρια της ζωής. Όντας βυθήση
O ήλιος και το σούρουπο ακλουθήση,
Mην τους κλαις, ο καϋμός σου όσος και νάναι!
Tέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
'Σ της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
Mα βούρκος το νεράκι θα μαυρίση,
A στάξη γι' αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Kι' αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
Διαβαίνοντας λειβάδι' απ' ασφονδήλι,
Πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
A δε μπορής παρά να κλαις το δείλι,
Tους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
Θέλουν ― μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Τρίτη 8 Απριλίου 2008
Τάσος Λειβαδίτης
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Ο ποιητής της πιο όμορφης ουτοπία
Τα βράδια κλαίμε,το πρωί ονειρευόμαστε ν'αλλάξουμε τον κόσμο.
Το μεσημέρι πάντως κοιμόμαστε λίγο:απομεινάρι της παιδικής υπακοής όταν ο μεσημεριανός ύπνος ήταν η τιμωρία μας"
Απλοί στίχοι
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν' ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
ένας κόσμος για να πεθάνεις.
Έρωτας
"Κι οταν πεθανουμε,να μας θαψετε κοντα.
Για να μην τρεχουμε μεσα στην νυχτα για να συναντηθουμε...."
Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι
Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
Φτωχή ανθρωπότητα,
δεν μπόρεσεςούτε ένα κεφαλαίο να γράψεις ακόμα
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Βέβαια αγάπησετα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιάπετούσαν πιο πέρα
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα
Αλλά καθώς βραδιά
ζει
ένα φλάουτο κάπουή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο
Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη
Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών
Αλλά τα βράδια τι όμορφαπου μυρίζει η γη!
Δος μου το χέρι σου..
Δος μου το χέρι σου..
Πέμπτη 3 Απριλίου 2008
ΜΑΡΙΑ
Ήταν 1978 η 1979 παλιά πολύ παλιά
20 χρόνια παιδιά σε ένα δωμάτιο στην Πλάκα
σαν παράνομη
διαβάζαμε ...Τρία Κλικ Αριστερά
το είχε φέρει η Μαρία
το είχε φέρει η Μαρία
Οταν πέθανε το ζήτησα από τον Δημήτρη σαν ανάμνηση από εκείνη
δεν ήθελε το κράτησε σφιχτά στα χέρια του... τότε δεν κατάλαβα
τώρα ξέρω
Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο
που νάχει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπήνα μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ' η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πούναι βρώμικα
και γώνα μη δίνω φράγκο για όλα αυτα
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ νάσαι φίλος.Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
Καί το κονιάκ νάναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ' το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω - έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θάσαι απ' αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ' αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι ότανέρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι τόποςκαι χρόνοςγια τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε
Είχανε δίκιο οι Κοεμτζήδες;
LA MEMORIA DEL SILENCIO-2
Κοιτούσα το πρόσωπο της ήρεμο και γαληνεμένο
το μονό που με έκανε να αισθανθώ καλύτερα ήταν όταν ο γιατρός μου είπε
ότι το η τελευταία αίσθηση που χάνουμε …είναι η ακοή
γιατί ναι Μάνα θέλω να άκουσες που σου είπα….
σ αγαπώ
το μονό που με έκανε να αισθανθώ καλύτερα ήταν όταν ο γιατρός μου είπε
ότι το η τελευταία αίσθηση που χάνουμε …είναι η ακοή
γιατί ναι Μάνα θέλω να άκουσες που σου είπα….
σ αγαπώ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)